- χαμαίζηλον
- χαμαίζηλοςseeking the groundmasc/fem acc sgχαμαίζηλοςseeking the groundneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαμαίζηλος — η, ο / χαμαίζηλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χαμαιζήλη Α 1. (για φυτό) αυτός που αυξάνεται σε μικρό ύψος από το έδαφος 2. μτφ. α) αυτός που έχει ταπεινές επιθυμίες, χαμερπής β) (κυρίως) αυτός που έχει υλικές βλέψεις, που ενδιαφέρεται κυρίως για τα υλικά… … Dictionary of Greek
ԳԵՏՆԱՆԱԽԱՆՁՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0541 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. τὸ χαμαίζηλον terrae adfixio, humi serpere Երկրասիրութիւն. գետնաքարշութիւն. վայրաբերութիւն. *Տաժանէ (որթն զերկրագործն) ʼի գետնանախանձութենէ ʼի վեր ամբառնալ (զինքն). Պիտ.: *Յամենայն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)